σκευοφορικός

σκευοφορικός
-ή, -όν, Α [σκευοφόρος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον σκευοφόρο
2. φρ. α) «σκευοφορικὸν βάρος» — το φορτίο κάθε ζώου
β) «σκευοφορικὸς στρατός» — το σώμα τών σκευοφόρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκευοφορικά — σκευοφορικός of neut nom/voc/acc pl σκευοφορικά̱ , σκευοφορικός of fem nom/voc/acc dual σκευοφορικά̱ , σκευοφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφορικόν — σκευοφορικός of masc acc sg σκευοφορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευοφορικοῦ — σκευοφορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”